- οικολογία
- ηκλάδος της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις οργανισμών και περιβάλλοντος, αλλ. βιονομία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… … Dictionary of Greek
νησιωτική οικολογία — Η μελέτη των οικολογικών σχέσεων οι οποίες αναπτύσσονται στο νησιωτικό περιβάλλον. Δεν αποτελεί χωριστό επιστημονικό κλάδο, παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον το οποίο οφείλεται στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στα νησιά … Dictionary of Greek
Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… … Deutsch Wikipedia
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
Ecologists Greece — Ecologist Greece ( Οικολόγοι Ελλάδας ) is a Greek political party that was founded in 1988. It is currently led by Konstantinos Papanikolas.The party publishes the magazine Health and Ecology ( Υγεία Οικολογία ) and runs the television station… … Wikipedia
οικολογικός — ή, ό [οικολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικολογία και στον οικολόγο («οικολογική καταστροφή») 2. φρ. «οικολογικό κίνημα» κίνηση για την προστασία τής φύσης και τού περιβάλλοντος, στην οποία είναι ενταγμένες ομάδες φυσικών ή νομικών … Dictionary of Greek
Ostmakedonien und Thrakien — Region Ostmakedonien und Thrakien Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης … Deutsch Wikipedia
Железница (растение) — У этого термина существуют и другие значения, см. Железница. Железница … Википедия
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek